μπαγκάζια
Смотреть что такое "μπαγκάζια" в других словарях:
μπαγκάζια — τα (λ. βενετ.), οι αποσκευές: Μάζεψα τα μπαγκάζια μου και έφυγα για πάντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαγκάζι — και μπαγάζι, το συν. στον πληθ. τα μπαγκάζια οι αποσκευές. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bagagia (πρβλ. γαλλ. bagages < αγγλ. bag πιθ., αρχ. νορβ. baggi)]· … Dictionary of Greek
αποσκευή, η — και συνηθέστ. στον πληθ. αποσκευές αυτά που χρειάζονται για ένα ταξίδι ή μια μακρά πορεία (βαλίτσες, σάκοι, τσάντες κτλ.), τα μπαγκάζια: Στα ταξίδια του φρόντιζε να έχει λίγες αποσκευές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)