μπαγκάζια

μπαγκάζια
τα см. μπαγάζια

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μπαγκάζια" в других словарях:

  • μπαγκάζια — τα (λ. βενετ.), οι αποσκευές: Μάζεψα τα μπαγκάζια μου και έφυγα για πάντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπαγκάζι — και μπαγάζι, το συν. στον πληθ. τα μπαγκάζια οι αποσκευές. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bagagia (πρβλ. γαλλ. bagages < αγγλ. bag πιθ., αρχ. νορβ. baggi)]· …   Dictionary of Greek

  • αποσκευή, η — και συνηθέστ. στον πληθ. αποσκευές αυτά που χρειάζονται για ένα ταξίδι ή μια μακρά πορεία (βαλίτσες, σάκοι, τσάντες κτλ.), τα μπαγκάζια: Στα ταξίδια του φρόντιζε να έχει λίγες αποσκευές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»